ἔκθεσμον

ἔκθεσμον
ἔκθεσμος
lawless
masc/fem acc sg
ἔκθεσμος
lawless
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • έκθεσμος — η, ο (AM ἔκθεσμος, ον) αυτός που γίνεται με παράβαση τών θεσμών, παράνομος μσν. (για πρόσ.) άδικος, άνομος αρχ. τερατώδης, φρικτός («ἔκθεσμον ὄναρ») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”